Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

GRIZZLY BEAR - PAINTED RUINS


Οι Grizzly Bear συνεχίζουν την σταθερή και μοναχική τους πορεία στους καλύτερους δίσκους της εκάστοτε χρονιάς που θα κυκλοφορήσουν νέο δίσκο και που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τον ακούσει προσεκτικά. Ή που, όπως ο γραφών, ακούει επανειλημμένα όταν κυκλοφορούν και μετά τους καταχωνιάζει στις αποθήκες των σκληρών δίσκων. Κάτι που εύχεται να μην ξανασυμβεί γιατί κάθε φορά που τους ακούει, στήνει αυτί και συγκεντρώνεται, δηλαδή πραγματικά ακούει, δεν παρασύρεται από άλλους θορύβους ή εικόνες του περιβάλλοντος. Γι'αυτό ίσως είναι δύσκολο να ακούσεις ολόκληρο δίσκο τους, επειδή πρέπει να είσαι εντελώς απερίσπαστος από άλλες επιδράσεις. Τότε θα εισχωρήσει πιο εύκολα μέσα σου η στεντόρεια φωνή του Damien Rossen, χάλκινη λες και βγαίνει από αθάνατο στοιχείο της φύσης, στέρεο, βαλσαμωμένο να ηχεί καταπραϋντικά μέσα σε ξύλινο ημισκότεινο σαλόνι. Τότε θα καταλάβεις ότι δεν ακούς τα οποιαδήποτε τύμπανα αλλά εκείνα ενός βιρτουόζου Cristopher Bear. Τότε θα κάνεις υπομονή μέχρι να ακούσεις τις μικρές αλλά τόσο ουσιώδεις εκπλήξεις που κρύβουν τα κομμάτια του Painted Ruins έως το τέλος τους. Τότε θα αφήσεις να σε χαϊδέψουν οι παράξενες μελωδίες τους, άλλοτε μοντερνίστικες άλλοτε κλασικότροπες, πάντα όμως εκλεκτικές. Τότε ίσως παραδεχτείς ότι δεν έχεις πλέον τόση μεγάλη ανάγκη ακόμα και αυτούς τους Radiohead για να σου εκμυστηρευτούν τις νωχελικές ιστορίες τους, μιας και εδώ έχεις άξιους συνεχιστές που ξέρουν να δουλεύουν σε πολλά εκφραστικά επίπεδα (συν το programming που στο Painted Ruins φανερώνει αρετές ανάλογες εκείνων των τελευταίων δίσκων των προαναφερθέντων).

Indie rock οι Grizzly Bear αλλά αυτό είναι πολύ λίγο για να περιγράψει τον μινιμαλιστικό και συνάμα πλούσια αρτιστικό ήχο τους. Μπορεί να θυμίζουν από 70s art rock τύπου Barclay James Harvest και Moody Blues, να διασχίζουν το μοντέρνο ροκ και να φτάσουν μέχρι την ήπια electronica. Και ενώ απολαμβάνουν θαυμασμού, αν ρωτήσεις κάποιον να σου πει μερικά σπουδαία κομμάτια τους θα μείνεις μάλλον με ελλιπή απάντηση. Και τούτο διότι οι Grizzly Bear περισσότερο κυκλοφορούν ολόκληρα άλμπουμ παρά μεμονωμένα τραγούδια και έτσι τους λείπει ένα στοιχείο που θα τους έκανε αναγνωρίσιμους σε ένα ευρύτερο κοινό, αυτό που λέμε το μεγάλο κομμάτι τους (ανάλογο πράγμα βέβαια συμβαίνει με πολλές μπάντες της τελευταίας δεκαετίας). Ένας άλλος λόγος είναι ότι ποτέ δεν φωνάζουν, ποτέ δεν κράζουν, είναι ήπιοι ακόμα και στις πιο δυνατές στιγμές τους, εν μέρει επειδή δεν χρησιμοποιούν τις κιθάρες στα έμπροσθεν αλλά ένα σύνολο πλήκτρων και εγχόρδων με ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά τύμπανα του Cristopher Bear και τα διπλά φωνητικά των Edward Droste και Damien Rossen.
Άκου π.χ. την κορύφωση του Four Cypresses ή την περιδίνηση στο Aquarian (αμφότερα από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια του Painted Ruins ). Όπως και αλλού στο άλμπουμ (Glass Hillside,Three Rings) οι εντάσεις είναι καθόλα υπαρκτές αλλά συγκρατημένες και άρρηκτα δεμένες με την αποσυμπίεση που έπεται στη συνέχεια. Και που εδώ μέσα αναδεικνύεται στο γερό χαρτί της υπόθεσης αλλά μόνο για εκείνους που θα έχουν την υπομονή να δουν που καταλήγουν τα πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και οι στρωτές ποπ στιγμές όπως το Mourning Sound, που ακολουθείται το απλό σχήμα κουπλέ-ρεφραίν, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει τόσο όσο ανάλογα singles του παρελθόντος ( όπως π.χ. τα Yet Again και Two weeks). 

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο programming που εμφανίζεται σε αρκετά κομμάτια, κάνοντας πιο ηλεκτρονικό τον ήχο σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους της μπάντας και που πετυχαίνει να αναδείξει την αποστολή του Painted Ruins. Που με λίγα λόγια είναι να πάρει χαλάσματα, να δημιουργήσει μορφές και μετά να τις ζωγραφίσει ώστε να βγει αυτό το αγέρωχο συνονθύλευμα μελωδιών και ηχοχρωμάτων.

Οι Grizzly Bear παράγουν τέχνη, είναι σύγχρονοι μάστορες των στούντιο χωρίς ο ήχος τους να ακούγεται πλαστός και άψυχος. Στο Painted Ruins δεν κουράζουν με μακροσκελείς συνθέσεις και αγγίζουν ευαίσθητες χορδές με ιδιαίτερο τρόπο. Και πάλι για λίγους και πάλι υψηλής αισθητικής.

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Wolf Alice – Visions of a Life

Έτυχε τις προάλλες να βλέπω κάποια βιντεάκια από live εμφανίσεις του γνωστού αμερικανού κιθαρίστα και συνθέτη Ry Cooder. O ίδιος πλαισιωμένος από ένα σύνολο σπουδαίων μουσικών πετύχαινε να εκτελέσει και να μεταδώσει τις συναισθηματικές καταστάσεις που η μουσική του μπορεί να δημιουργήσει. Αγάπη, πόνος, φτώχεια, ερημιά, γλυκύτητα, αδερφοσύνη, στωικότητα, εγκαρτέρηση, μερικά από αυτά. Αυτές τις σκέψεις όμως τις έκανα αργότερα την ίδια μέρα όταν έτυχε να ακούσω ολόκληρο το δεύτερο δίσκο των βρετανών indie rockers Wolf Alice. Θα μου πείτε τι κοινό έχουν οι δύο περιπτώσεις; Μα αν καλή μουσική είναι και εκείνη που μετουσιώνει συναισθήματα σε ήχους, τότε οι Wolf Alice καταφέρνουν να κάνουν το ανάλογο με τον Ry Cooder και τόσους άλλους. Να χρησιμοποιήσουν το rockn roll για να εκφράσουν όλα αυτά που έχουν μέσα τους και μόνο αυτή η μουσική μπορεί να βοηθήσει σε αυτό. Θυμός, φόβος, απόρριψη, διασκέδαση, σεξουαλική ένταση, αγωνία και πανικός, απόδραση και ονειρική αναπόληση, ψυχική κάθαρση,  επικοινωνούνται με τον πιο πειστικό τρόπο στο Visions of a Life.
Τετραμελής μπάντα οι Wolf Alice από τις πρώτες τους κυκλοφορίες ήδη πριν μερικά χρόνια κέρδισαν την συμπάθεια κοινού και μουσικοκριτικών. Με τον πρώτο τους δίσκο My Love is Cool το 2015 απέκτησαν πολλούς φίλους καθώς και διάφορες βραβεύσεις κυρίως λόγω των καταιγιστικών ζωντανών εμφανίσεών τους. Φέτος με το Visions of A Life κάνουν ένα βήμα παραπέρα, παραδίδοντας ένα πολυσυλλεκτικό χαρμάνι από πολλές γεύσεις rockn roll, θεωρούμενοι ήδη μία από τις καλύτερες νέες βρετανικές μπάντες. Μεγάλο ατού τους η παρουσία της μπροστάρισας Ellie Roswell που τραγουδάει και παίζει κιθάρα σε όλα τα τραγούδια. Είναι το πάθος και η εκφραστικότητα της, άλλοτε επιθετική και άλλοτε μελωδική και ευαίσθητη, που δίνει αυτή την συναισθηματική πειστικότητα για την οποία έγινε λόγος παραπάνω.  
Τα περιοδικά δεν προλαβαίνουν να βάζουν ταμπέλες στον ήχο των Wolf Alice. Και πράγματι κάθε κομμάτι του δίσκου έχει και διαφορετικό ύφος. Ξεκινώντας από το τέταρτο στη σειρά single Heavenward, εδώ ακούμε shoegaze pop στα καλύτερά της. Cranes, Hearthoabs, Slowdive παρελαύνουν σε μία ιδανική εισαγωγή. Παραδεισένια ατμόσφαιρα και ονειρικά φωνητικά πάνω σε μία όμορφη μελωδική γραμμή και με σχεδόν θρησκευτικούς (με την ευχαριστήρια έννοια) στίχους, όλα μαζί φτιάχνουν ένα κομμάτι που θα μνημονεύεται για πολλά χρόνια από τους οπαδούς του είδους. Στο δεύτερο κομμάτι και πρώτο single Yuk Foo επιστρατεύεται μπόλικη οργή και δημιουργεί έναν grunge θρίαμβο εφάμιλλο εκείνων που έβγαζαν οι Hole στα 90s. Προχωρώντας στο επόμενο single Beautiful Unconventional το ύφος αλλάζει και γίνεται πιο πιασάρικο και ποπ, κάπου ανάμεσα σε Alison Mosshart και Duffy. Πρόκειται για την πιο ραδιοφωνική στιγμή του άλμπουμ που σε άλλες εποχές θα γινόταν super hit. Μαζί με το τέταρτο στη σειρά (και αυτό single) Dont Delete the Kisses , όπου η Cyndi Lauper συναντά τους Ladytron σε μία γλυκύτατη electro pop ελεγεία στους ανεκπλήρωτες έρωτες μιας αιώνιας εφηβείας. 
Η συνέχεια είναι το ίδιο συναρπαστική αφού το ερμηνευτικό και εκτελεστικό ύφος εναλλάσσεται από τραγούδι σε τραγούδι. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς; Tο ονειρικό ποπ διαμάντι Planet Hunter, το αγχωτικό αλλά λυτρωτικό Sky Musings με την φοβερή κλιμάκωση (αμφότερα εκδηλώνουν την υπαρξιακή αγωνία των 20 something, ηλικία στην οποία βρίσκονται τα μέλη των Wolf Alice), το γκαραζοψυχεδελικό Formidalble Cool όπου οι άτιμοι προκειμένου να είναι cool ξεπατικώνουν τόσο επιτυχημένα ακόμα και τους Thee Oh Sees; Ή το Space and Time που ακούγεται σαν ένας χαμένος indie garage θρίαμβος από τους πρώτους δίσκους των Yeah Yeah Yeahs , τα Sad Boy και St. Purple and Green που θα μπορούσαν να βρίσκονται στους καλύτερους δίσκους της Liz Phair  και το After the Zero Hour όπου η Roswell σαν άλλη Kristin Hersh μας παραδίδει μία αιθέρια φολκ μπαλάντα για το κλείσιμο; 
Ότι και να διαλέξει κανείς θα πέσει πάνω σε αφοπλιστικά άμεσες μελωδίες και στιχουργικές εκμυστηρεύσεις γεμάτες ένταση και αγωνία, όπως γινόταν συχνά με τους σπουδαίους indie rock δίσκους που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 90 κυρίως. Όχι ότι οι Wolf Alice τους κρατάνε σαν ευαγγέλια και θέλουν να τους αναπαράγουν με θρησκευτικό ζήλο. Η πολυσυλλεκτικότητα των ακουσμάτων πιστοποιεί την απουσία οποιονδήποτε παρωπίδων στο πως πρέπει να ακούγεται το indie rock που παίζουν. Σε μία συγκυρία επίσης όπου πολλές παλαιότερες indie rock μπάντες επιστρέφουν μετά από απουσία δεκαετιών, καιρός να αντιστραφεί η ρότα. Είναι οι νέες μπάντες σαν τους Wolf Alice που βάζουν ψηλά την μπάρα για το πώς πρέπει να ακούγεται σήμερα ένας καλός δίσκος και όχι μόνο οι παλαίμαχοι. Έτσι ίσως έχουμε την ευκαιρία να ξαναγευτούμε μαγικές στιγμές της ροκ μουσικής.