Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

RIDE – WEATHER DIARIES

Eπιστροφή φέτος για τους Ride, ένα από τα εμβληματικότερα γκρουπ της βρετανικής κιθαριστικής μουσικής της δεκαετίας του 90, που μετά τους My Bloody Valentine προ 4 ετών και τους Slowdive φέτος (αν θέλετε συμπεριλαμβάνετε και τους The Jesus and Mary Chain) σηματοδοτεί το comeback της εμπροσθοφυλακής του shoegaze ιδιώματος, που με τη σειρά του τα τελευταία χρόνια γνωρίζει νέα άνθηση στον ανεξάρτητο ήχο. Είναι αλήθεια ότι οι τελευταίου δίσκοι των MBV και Slowdive έθεσαν ψηλά τον πήχη όσον αφορά τις προσδοκίες για το νέο πόνημα των Ride που τιτλοφορείται Weather Diaries. Υπάρχει ωστόσο μια τάση να συγκρίνει κανείς τη δουλειά μιας παλιάς μπάντας που επιστρέφει δυναμικά όχι με το τι έκανε στο παρελθόν αλλά με το πώς ακούγεται σήμερα με αντικειμενικό κριτήριο εν προκειμένου το πόσο θορυβώδες, ομιχλώδες και ζοφερό είναι το shoegaze που παράγει. Λες και οι Ride υπήρξαν ποτέ ένα αμιγώς shoegaze σχήμα.


Πιότερο ήταν μία καθαρόαιμη κιθαριστική indie rock μπάντα που στα μέσα των 90ς έπεσε στην παγίδα της brit pop και έφαγε τα μούτρα της. Οι κρυστάλλινες κιθαριές που χαρακτήρισαν κυρίως τους πρώτους δύο δίσκους τους πάντα υπηρετούσαν τη μελωδικότητα, ποτέ δεν επισκίαζαν τις καθάριες φωνές των Andy Bell  και Mark Gardener ποτέ σπάνια χάνονταν πίσω από ζοφερές ψυχεδελικές ατμόσφαιρες για να τις ονομάσουμε shoegaze και να ξεμπερδέψουμε μια και καλή. Γι’ αυτό το λόγο, όπως οι προαναφερθείσες μπάντες τιμούν αυτό που ξέρουν καλά να κάνουν, έτσι και οι Ride ξαναπιάνουν το νήμα της δισκογραφίας και μας προσφέρουν ένα δίσκο σαφώς ανώτερο από τους δύο τελευταίους που κυκλοφόρησαν στα μέσα των 90ς πριν και διαλυθούν.

Οι καιροί άλλαξαν και οι δύο ιθύνοντες της μπάντας ωρίμασαν πια για να τσακώνονται ποιανού τα τραγούδια θα μπουν στο δίσκο και με ποια σειρά. Έρχονται και αυτοί για να επιβεβαιώσουν πολλάκις το γεγονός ότι οι παλιές μπάντες επιστρέφουν όχι μόνο για να βγάλουν φράγκα τώρα που τελείωσαν εκείνα που έβγαλαν τις καλές μέρες αλλά γιατί έχουν κάτι καινούριο να μας πουν. Μας παραδίδουν λοιπόν ένα σύνολο τραγουδιών που χωρίς να επιδιώκουν όλα να σου χαράξουν χαμόγελο χαράς και ενθουσιασμού στο πρόσωπο, αποτελούν στην πλειοψηφία τους ένα πολύ καλό συναπάντημα. 

Τα δύο πρώτα singles που μας συστήθηκαν (All I Want, Charm Assault) δεν δημιούργησαν τον ενθουσιασμό που οι ζωντανές εμφανίσεις των Ride υπόσχονταν, θυμίζοντας παλιούς The Who αλλά και νεότερες μπάντες όπως οι Diiv, (με τους οποίους μάλιστα πραγματοποίησαν κοινές εμφανίσεις) και γι’αυτό ίσως ξένισαν κάποιους hipster shoegazers που ίσως περίμεναν κάτι πιο ομιχλώδες και βελούδινο. Παρόλα αυτά σαν συνθέσεις στέκονται αξιοπρεπώς στις brit rock προδιαγραφές της μπάντας και μαζί με το εναρκτήριο Lannoy Point και το Lateral Alice αποτελούν τις πιο στρωτές και ευθείς συνθέσεις του Weather Diaries. Πιο κοντά στο αιθέριο και ονειρικό ύφος έρχεται το Cali που είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ οι Ride. Με διάρκεια κοντά στα 7 λεπτά υπηρετεί άψογα αυτό που τους έκανε ξεχωριστούς στο παρελθόν, κρυστάλλινα διπλά φωνητικά, σφριγηλός ρυθμός και παραισθησιογόνες κιθαριστικές κορυφώσεις για το τελείωμα.  Οι Pink Floyd έχουν την τιμητική τους στο Home is a Feeling (προσωπικό αγαπημένο) όπου αργόσυρτα παγωμένα beats συναντούν αιθέρια φωνητικά πάνω σε μία απλούστατη αλλά πανέμορφη ταξιδιάρικη μελωδία. Το Rocket Silver Symphony ξεχωρίζει επίσης με το γρήγορο και άκοπο κουπλέ του να οδηγεί αβίαστα σε ένα γηπεδικό ρεφραίν. Θα μπορούσε να είναι άλλος brit pop ύμνος από τους πολλούς που έβγαιναν 20 χρόνια πριν αλλά σήμερα ψάχνουμε με κόπο στα βρετανικά charts να βρούμε ένα-δυό της προκοπής. Στα υπόλοιπα του Weather Diaries θα συναντήσουμε και υποτονικές σχετικά στιγμές, όπως τα Impermanence και White Sands που κλείνουν το άλμπουμ, που ανάλογα με τις διαθέσεις είτε θα τα βαρεθείς είτε θα σε ξεκουράσουν ευχάριστα μετά από το ντελίριο του Kali.

Έτσι η επιστροφή των Ride, χωρίς να αποτελεί ένα μέγιστο γεγονός, έχει την ομορφιά της. Οι οπαδοί τους και γενικά οι φίλοι των βρετανικών 90s θα βρουν αρκετές στιγμές να αγαλλιάσουν. Oι die hard shoegazers θα πάρουν μαζί τους 2-3 κομμάτια και από κει και πέρα όλοι ζούνε με την ελπίδα να τους δούμε ζωντανά και στη χώρα μας. Αμήν και πότε!


Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

GRANDADDY - LAST PLACE


Επιστροφή φέτος για μία αμερικάνικη μπάντα που σημάδεψε τον εναλλακτικό ροκ ήχο των προηγούμενων 2 δεκαετιών. Ο λόγος για τους Grandaddy που στους νεότερους που παρακολουθούν τη διεθνή εναλλακτική σκηνή ίσως και να μη λένε τίποτα. Εκείνοι όμως που μεγάλωσαν στα 90s και άκουσαν το The Crystal Lake όταν η μπάντα ήταν το next big thing του αμερικανικού indie rock τρέφουν ιδιαίτερη αδυναμία για αυτούς. Τελικά οι Grandaddy δεν έμελε να γίνουν μεγάλοι και τρανοί και μετά από 4 άλμπουμ μεταξύ των ετών 1997 και 2006, αποφάσισαν να το διαλύσουν. Τα τελευταία χρόνια όμως κάποια δύναμη αποφάσισε να βγάλει τον Jason Lytle (βασικό συνθέτη και ιθύνων νου της μπάντας) από τη δίνη του αλκοόλ και των ναρκωτικών για να ξαναπιάσουν όλοι μαζί τα όργανα. Το αποτέλεσμα αυτής της επανασύνδεσης είναι το πέμπτο και αναπάντεχα καλό άλμπουμ των Grandaddy.

Όχι ότι ο Lytle τα είχε παρατήσει στο μεταξύ. Κυκλοφόρησε με το όνομά του δύο δίσκους που έκαναν γενικά καλή εντύπωση και δεν έδωσε κανείς πολύ σημασία στη διάλυση της πρώην μπάντας του. Οι μελωδίες, η ελαφρώς σπαρακτική φωνή και οι αργόσυρτες αλλά γεμάτες ένταση συνθέσεις ήταν εκεί. Χρειαζόταν κανείς συνεπώς τους ξεχασμένους Grandaddy εν έτει 2017; Μα οι ίδιοι οι οπαδοί των Grandaddy που αγαπάνε τόσο τον ταλαιπωρημένο slacker Lytle ώστε να βλέπουν ότι χωρίς την μπάντα του έχανε σε δυναμισμό, αισιοδοξία, εξωστρέφεια, χιούμορ. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε ότι αντίθετα με εκείνο που προσδοκούσε, η επανασύνδεση λειτούργησε ευεργετικά γι'αυτόν και τη μπάντα.

Έτσι λοιπόν μας παραδίδονται 12 νέες μικρές γλυκόπικρες ιστορίες, από τις πιο συμπαθητικές που μας έχουν προσφέρει οι Grandaddy μέχρι σήμερα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα στον ήχο-σήμα κατατεθέν της μπάντας. Αναλογικά αρμόνια, υπόκωφος θόρυβος, νοσταλγικές μελωδίες, ηλεκτρονικά γεμίσματα και ονειρικές ενορχηστρώσεις δημιουργούν μια χορωδία της οποίας οι συνθέσεις οδηγούν σε συγκινητικές κορυφώσεις. Τα κιθαριστικά ξεσπάσματα του παρελθόντος έχουν καταλαγιάσει ελαφρώς αλλά ποτέ δεν ήταν και αυτοσκοπός γι'αυτούς. Φυσικά το προίκισμα του Lytle να μιλάει για καταστροφές και απογοητεύσεις με την πιο ήπια ειρωνεία που μπορεί να διαθέσει άνθρωπος, είναι και αυτό παρόν. Και γενικά το μοτίβο «οι Pink Floyd εναλλάσσονται με τους Pixies” όχι μόνο λειτουργεί ακόμα αλλά αποδίδει και νέους καρπούς.

Οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του άλμπουμ βρίσκονται στο ξεκίνημα με τα κατά σειρά Way We Won't, Brush with the Wild και Evermore να δίνουν έναν φρέσκο αέρα και να αφήνουν ένα χαμόγελο ικανοποίησης για αυτή την επιστροφή. Αμεσότητα και ωριμότητα χαρακτηρίζουν το The Boat is in the Barn καθώς και την αλά Elliot Smith μπαλάντα Songbird Song. Στα εντυπωσιακά κομμάτια του Last Place συγκαταλέγονται επίσης το εξάλεπτο Α Lost Machine με την κλιμακωτή κορύφωση στο τέλος να θυμίζει όμορφες στιγμές του παρελθόντος (βλέπε Yeah, is what we had), το uptempo Check Injin που δίνει ταχύτητα την κατάλληλη στιγμή και το This is the Part με τη γλυκιά του μελαγχολία.

Τελικά, ακρόαση την ακρόαση διαπιστώνεις ότι κάθε τραγούδι γίνεται κτήμα σου και ότι είχες καιρό να το πάθεις αυτό με έναν indie rock δίσκο με αέρα 90s. Διαπιστώνεις επίσης ότι έχεις μπροστά σου ένα από τους καλύτερους δίσκους των Grandaddy, όχι ότι έβγαλαν και ποτέ μέτριο δίσκο. Αυτό όμως δεν έχει σημασία. Αφήνεις τις αυστηρές κρίσεις και τις συγκρίσεις, βάζεις το Last Place να παίξει και ταξιδεύεις στα εσωτερικά και εξωτερικά τοπία του εαυτού σου με συμπάθεια, ελαφριά θλίψη και χαμόγελο ικανοποίησης για όλα αυτά που συμβαίνουν εκεί.